Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

Καρντάσια!

Φρόντισα πολύ πρωί- νωρίς,
σαν του ήλιου έσκασε αχτίδα
να βρεθώ, σε στάση αναμονής,
για να καρτεράω την ελπίδα.
Έμαθα πως, κάνει το στερνό
δρομολόι, στη γραμμή ετούτη
κι’ έτσι, αποφάσισα πουρνό
και, δεν το κουνάω ούτε ρούπι.
Μη τυχόν μου φύγει και, χαθεί
εύκολο, δεν είναι να ξανάρθει
μα η αναίσθητη καθυστερεί
και, αναρωτιέμαι πότε, θα ρθει… 
Μεσημέρι και, αδημονώ
τα νευράκια μου χορδές βαρούνε
άρχισα, διαβάτες να ρωτώ
μα, δε ξέρανε, για να μου πούνε.
Κάπου, στον ορίζοντα θαρρώ
σκονισμένο όχημα να είδα
παίρνω θάρρος και, αναφωνώ
επί τέλους, φτάνει  η ελπίδα.
Όμως, λάθος έκανα φριχτό
  κι’ υπομονή μου εξαντλείται
ήτανε καμιόνι αδειανό
και, το όνειρο μου αναιρείται
Κάποιος που με βλέπει, στη νυχτιά
να μαι εκεί, στη στάση κολλημένος
έρχεται και, με ρωτά δειλά
τι να περιμένω ο καημένος…
Την ελπίδα, ευθέως του απαντώ
μου παν από δω μόνο, περνάει
τώρα, αυτό ήταν πριν καιρό
άλλαξε μου λέει και, γελάει.
Άλλαξε? Ελπίζω χωρατό
άνθρωπε μου λες, μη νευριάσω
μπα αλήθεια, να φιλώ σταυρό
κόντεψα απ’ τα νεύρα μου, να σκάσω.
Άντε τώρα, στο ξανά, μανά
να βγω, στο σεργιάνι να τη ψάξω,
σε ποια ρούγα και, σε ποια στενά,
με τη αντοχή, για να τη φτάσω.
Κάθισα ,σε βράχο σκυθρωπός
ράκος και, κουρέλι πρέπει να μουν
γιατί, τσούρμο επιβάτες ευτυχώς
ήρθαν ξαφνικά να, με συνδράμουν
κάποιος, τους ξεγέλασε κι’ αυτούς
κι’ ήρθαν πεζοπόροι ως τη στάση
μα, έχω το δικαίωμα να πω

καρντάσια! …Μας την έχουν σκάσει!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου